επίχρισις

επίχρισις
(-εως) η
1) намазывание, обмазывание; окрашивание, покраска; 2) штукатурка (действие)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επίχρισις" в других словарях:

  • ἐπίχρισις — smearing over fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίσει — ἐπίχρισις smearing over fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιχρίσεϊ , ἐπίχρισις smearing over fem dat sg (epic) ἐπίχρισις smearing over fem dat sg (attic ionic) ἐπιχρί̱σει , ἐπιχρίω anoint aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιχρί̱σει , ἐπιχρίω anoint… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίσεις — ἐπίχρισις smearing over fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίχρισις smearing over fem nom/acc pl (attic) ἐπιχρί̱σεις , ἐπιχρίω anoint aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιχρί̱σεις , ἐπιχρίω anoint fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίσεσι — ἐπίχρισις smearing over fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίχρισιν — ἐπίχρισις smearing over fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίχριση — η (AM ἐπίχρισις) [επιχρίω] επάλειψη, επικάλυψη επιφάνειας με ρευστή ή μαλακή ουσία …   Dictionary of Greek

  • ἐπιχρίσεως — ἐπιχρίσεω̆ς , ἐπίχρισις smearing over fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίσῃ — ἐπιχρίσηι , ἐπίχρισις smearing over fem dat sg (epic) ἐπιχρί̱σῃ , ἐπιχρίω anoint aor subj mid 2nd sg ἐπιχρί̱σῃ , ἐπιχρίω anoint aor subj act 3rd sg ἐπιχρί̱σῃ , ἐπιχρίω anoint fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»